τρισμακάριστος

τρισμακάριστος
ος , ον счастливейший, очень счастливый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "τρισμακάριστος" в других словарях:

  • τρισμακάριστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακάριστος — η, ο / τρισμακάριστος, ον ΝΜΑ τρισευλογημένος ή τρισευτυχισμένος (α. «ὦ τρισμακάριστον ξύλον, ἐν ᾧ ἐτάθη Χριστός», Μηναί. β. «βίος τρισμακάριστος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + μακαριστός (< μακαρίζω), πρβλ. παμ μαχάριστος] …   Dictionary of Greek

  • τρισμακάριστος — η, ο τρισευτυχισμένος: Τρισμακάριστοι άγιοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισμακάριστον — τρισμακάριστος masc acc sg τρισμακάριστος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίσταις — τρισμακάριστος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίστου — τρισμακάριστος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακαρίστῳ — τρισμακάριστος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακάριστε — τρισμακάριστος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρισμακάριστοι — τρισμακάριστος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek

  • τρισευδαίμων — ονος, ον, Α ευδαιμονέστατος, ευτυχέστατος, τρισμακάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + εὐδαίμων «ευτυχής»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»